Tου Γιάννη Δημητριάδη
Η χάραξη αναπτυξιακής στρατηγικής για έναν τόπο συνήθως υπαγορεύεται από περίπλοκους υπολογισμούς και σοβαρά διλήμματα, για την επίλυση των οποίων απαιτούνται επιστημονικοί υπολογισμοί και θεμελιώδεις αποφάσεις πολιτικής. Αυτό συμβαίνει συνήθως. Υπάρχουν και περιπτώσεις που η σύγκριση των «υπέρ» και των «κατά» είναι τόσο ξεκάθαρη που η προώθηση ή η απόρριψη ενός μοντέλου ανάπτυξης υπαγορεύεται απλώς από την κοινή λογική.
Μια τέτοια περίπτωση, είναι αυτή της ανάπτυξης της ιχθυοκαλλιέργειας στην χώρα μας, τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο. Οι αιτίες που καθιστούν παράλογη την ανάπτυξη της στην Ελλάδα είναι δύο: Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της και η ανταγωνιστική της θέση, ως παραγωγικού τομέα, σε σχέση με τον τουρισμό.
Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της ιχθυοκαλλιέργειας, όπως αυτή αναπτύσσεται στην Ελλάδα, είναι σημαντικές και αναμφισβήτητες για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η διαδικασία χωροθέτησης και αδειοδότησής της και προσδιορισμού των περιβαλλοντικών της όρων γίνεται αποκλειστικά με οικονομικά κριτήρια. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η πραγματική παραγωγή της, από την οποία εξαρτώνται ευθέως οι περιβαλλοντικές της επιπτώσεις,
είναι έως και δέκα φορές μεγαλύτερη της επιτρεπόμενης από τους εγκεκριμένους αυτούς όρους (η επιστημονική θεωρία έχει αποδείξει ότι για να αρχίσει να κερδοφορεί μια μονάδα πρέπει να ξεπεράσει το 200% της επιτρεπόμενης παραγωγής της). Επομένως κάθε «επιστημονικός» ισχυρισμός ότι οι ιχθυοκαλλιέργειες δεν μολύνουν, ο οποίος γίνεται επί της παραδοχής της νόμιμης λειτουργίας τους, στην περίπτωση της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας είναι εκ των πραγμάτων άκυρος και υποκρύπτει εξυπηρέτηση συμφερόντων.
Η δεύτερη αιτία που καθιστά παράλογη την ανάπτυξη ιχθυοκαλλιεργειών στην Ελλάδα είναι η ανταγωνιστική της θέση, ως παραγωγικού τομέα, σε σχέση με τον τουρισμό. Η Ελλάδα είναι μακράν η πρώτη ιχθυοπαραγωγός χώρα της Μεσογείου. Αντίθετα, χώρες όπως η Γαλλία η Ιταλία και (λιγότερο) η Ισπανία, έχουν προτιμήσει, αντί να αναπτύξουν πρωτογενώς τον συγκεκριμένο τομέα, να ψωνίζουν τσιπούρες από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις χώρες της Αφρικής. Η επιλογή αυτή δεν είναι καθόλου άσχετη από το γεγονός ότι οι χώρες αυτές είναι οι πρώτες σε αφίξεις τουριστών παγκοσμίως και ως προς τη λογική της, δεν διαφέρει πολύ από τον τρόπο που παραδοσιακά οι χώρες της Δύσης διευθετούν άλλα «καυτά» ζητήματα, όπως την διαχείριση επικίνδυνων αποβλήτων (κατά κανόνα προωθούνται στην Αφρική), τη βιομηχανική ανάπτυξη ιδιαίτερα επιβλαβών για το περιβάλλον τομέων (σε χώρες του τρίτου κόσμου) και την πυρηνική ενέργεια (πρόσφατα υπογράφηκε συμφωνία μεταξύ Ιταλίας και Αλβανίας για κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου συμφερόντων της πρώτης στο έδαφος της δεύτερης). Ανεξαρτήτου κόστους, οι χώρες αυτές επιλέγουν να στείλουν εκτός των συνόρων τους την επιβλαβή δραστηριότητα, ανταμείβοντας «ικανοποιητικά» τους πρόθυμους αποδέκτες. Η επιλογή αυτή θεμελιώνεται πρωτίστως στην αυτονόητη αναγκαιότητα της προστασίας του περιβάλλοντος και στην στρατηγική προτεραιότητα του τουριστικού προϊόντος έναντι οποιουδήποτε άλλου.
Την ίδια στιγμή η χώρα μας έχει επιλέξει να παραχωρήσει μεγάλο μέρος των ακτών της σε μια δραστηριότητα που, σε σύγκριση με τον τουρισμό και τα διαφυγόντα κέρδη που του προκαλεί, προσφέρει ελάχιστα στην ελληνική οικονομία. Η σύγκριση είναι συντριπτική. Ο κλάδος της ιχθυοκαλλιέργειας, ο οποίος έχει αναπτυχθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του στηριζόμενος σε επιχορηγήσεις και τραπεζικό δανεισμό, είναι ένας τομέας άκρως προβληματικός: Με συνολικό ετήσιο τζίρο περίπου 550 εκατ. ευρώ και περιορισμένα κέρδη μόνο για τις λίγες ηγέτιδες εταιρίες του κλάδου, οι εταιρίες ιχθυοκαλλιέργειας σήμερα έχουν χρέη που ξεπερνούν αθροιστικά τα 650 εκατ. ευρώ, ενώ ενδεικτικά η κεφαλοποίηση των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιριών, στις οποίες αντιστοιχούν τα 500 εκατ. ευρώ των χρεών αυτών, αγγίζει μόλις τα 157 εκατ. ευρώ. Μάλιστα στη δύσκολη σημερινή συγκυρία της ελληνικής οικονομίας ο κλάδος διεκδικεί κρατική ενίσχυση ύψους 90 εκατ. ευρώ. Η δε συνεισφορά του στην απασχόληση -αναλογικά με το μέγεθός του- είναι μικρή. Μοναδικό θετικό στατιστικό του κλάδου είναι η εισροή «συναλλάγματος», καθώς περίπου 400 από τα 550 εκατ. ευρώ του τζίρου του αντιστοιχούν σε εξαγωγές. Από την άλλη μεριά, η προσφορά της τουριστικής βιομηχανίας στην ελληνική οικονομία αποτιμάται σε δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ που υπολογίζεται ότι αντιστοιχούν στο 15 – 20% του ΑΕΠ και κατά κύριο λόγο αφορούν στο προϊόν «ήλιος και θάλασσα».
Το ερώτημα είναι προφανές: Ακόμα και αν ως Έλληνες ήμασταν πρόθυμοι να θυσιάσουμε (ή να ξεπουλήσουμε) μία παράμετρο της ποιότητας ζωής μας και του πολιτισμού μας για χάρη του κέρδους, αρκούν οι «υψηλές» πωλήσεις της ιχθυοκαλλιέργειας στο εξωτερικό για να υπερκεράσουν, τον σωρευτικό υπολογισμό όλων των παραπάνω αρνητικών πτυχών της, και ειδικά των χαμένων εισροών του τουρισμού; Κατηγορηματικά όχι! Η επιλογή της Ελλάδας να καλλιεργεί τις τσιπούρες των Ευρωπαίων στις ακτές της δεν διαφέρει πολύ από την «προθυμία» της Αλβανίας να δεχτεί το πυρηνικό εργοστάσιο της Ιταλίας στο έδαφός της, και η περηφάνια της χώρας μας για την πρωτιά στον τομέα αυτό δεν διαφέρει πολύ από την ενδεχόμενη περηφάνια της Γκάνας για το γεγονός ότι αποτελεί το νούμερο 1 υποδοχέα αποβλήτων των ευρωπαϊκών χωρών.
Τα παραπάνω γίνονται ακόμη περισσότερο αντιληπτά, αλλά και εντατικοποιούνται, σε τοπικό επίπεδο, όπου τα μειονεκτήματα της ιχθυοκαλλιέργειας αποκτούν πρακτική υπόσταση και τα πλεονεκτήματά της είναι ανύπαρκτα. Οι επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής και στον τουρισμό (στο τοπικό επίπεδο σε αυτόν πρέπει να συνυπολογίσουμε και τον εσωτερικό τουρισμό) από την απομόνωση και την περιβαλλοντική υποβάθμιση μεγάλων τμημάτων ακτογραμμής των νησιωτικών και παραθαλάσσιων περιοχών, σε αντιδιαστολή με τα ανύπαρκτα σχεδόν οφέλη στην τοπική οικονομία δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αντίθετης επιχειρηματολογίας. Μοναδικός αντίλογος είναι τα (υποτιθέμενα) «εθνικά» οφέλη, σε μία λογική που υπονοεί την θυσία των περιοχών αυτών για το «γενικό καλό». Επομένως, ακόμα και αν θεωρούσαμε την ανάπτυξη της ιχθυοκαλλιέργειας ως δεδομένη και ακαταμάχητη επιλογή για τη χώρα μας, όπως π.χ. την δημιουργία Χ.Υ.Τ.Α. , το ίδιο δεδομένη και ακαταμάχητη είναι και η άρνηση κάθε τοπικής κοινωνίας να δεχτεί τις εγκαταστάσεις τής επιβλαβούς δραστηριότητας στον τόπο της. Κάθε διαφορετική στάση μπορεί να ερμηνευθεί μόνο στη βάση της έλλειψης ενημέρωσης, της αδιαφορίας ή της εξαγοράς. Σε καμία περίπτωση στη βάση του ορθολογισμού.
Με ποια κριτήρια θα έπρεπε λοιπόν η Πολιτεία να χωροθετήσει τις μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας, αν υποθέσουμε ότι η ανάπτυξή τους ήταν μονόδρομος. Η απάντηση είναι εξαιρετικά προφανής και υπαγορεύεται από την κοινή λογική: μακριά από οικιστική, παραθεριστική και τουριστική ανάπτυξη και σε περιοχές με μεγάλες δυνατότητες αυτοκαθαρισμού, χωρίς υφιστάμενη περιβαλλοντική επιβάρυνση. Εξ ορισμού δηλαδή θα έπρεπε να αποκλείεται κάθε σκέψη χωροθέτησης ιχθυοτροφείων στο Σαρωνικό κόλπο και στην ευρύτερη περιφέρεια της Αττικής. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν στον Πόρο, στα Μέθανα, στον Κόρφο και σε όλες τις ακατοίκητες βραχονησίδες στο Σαρωνικό σήμερα να είναι εγκατεστημένες περισσότερες από πενήντα (ίσως πολύ περισσότερες) μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας; Όσο μονοδιάστατο και ανορθολογικό και αν ακούγεται, η απάντηση βρίσκεται αποκλειστικά στη μείωση των λειτουργικών εξόδων των εταιριών ιχθυοκαλλιέργειας.
Ο Πόρος είναι μια χαρακτηριστική – η πιο κραυγαλέα ίσως- περίπτωση ανορθολογικής χωροθέτησης και ανάπτυξης ιχθυοτροφείων στην Ελλάδα. Οι ειδικοί λόγοι που θα έπρεπε να απαγορεύουν κάθε σκέψη για ανάπτυξη ιχθυοτροφείων σε αυτόν είναι πολλοί. Η αυτονόητη συνέπεια της γεωγραφικής του θέσης, σε απόσταση μόλις τριάντα μιλίων από το λεκανοπέδιο της Αττικής προσδίδει στο νησί μια βαρύνουσα σημασία σε περιφερειακό επίπεδο. Ο Πόρος, όπως και τα υπόλοιπα νησιά σε τέτοια απόσταση, αποτελεί ουσιαστικά αναπόσπαστο «ζωτικό χώρο» του μητροπολιτικού κέντρου της Αθήνας. Έτσι, εκτός από την αυτοτελή του υπόσταση ως νησί, πρέπει να γίνεται αντιληπτός ως μια από τις παραλίες της πρωτεύουσας και ως μια από τις αναγκαίες διεξόδους στη θάλασσα για τα εκατομμύρια των κατοίκων της, την οποία η Πολιτεία δεν έχει την πολυτέλεια να δεσμεύσει για οποιαδήποτε άλλη χρήση. Δεύτερος ειδικός λόγος είναι η μοναδική γεωμορφολογία του, η οποία μαζί με την απέναντι ακτή της Πελοποννήσου, συνθέτει ένα απέραντο φυσικό λιμάνι με προστασία από όλους τους καιρούς, το οποίο εύλογα αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους προορισμούς θαλάσσιου τουρισμού στην Ελλάδα (οι ετήσιες αφίξεις σκαφών μόνο στην προβλήτα του λιμανιού υπολογίζονται περίπου στις 10.000). Τέλος, με δεδομένη τη μεγάλη πίεση και την άμεση περιβαλλοντική επιβάρυνση που υφίσταται ο Σαρωνικός κόλπος στη βόρεια πλευρά του από το μητροπολιτικό κέντρο, η χωροθέτηση κάθε επιπλέον επιβαρυντικής δραστηριότητας στα νότια όριά του, είναι τουλάχιστον παράλογη (ακόμα και αν την εξετάσουμε από την -αντίθετη- σκοπιά της καθαρότητας των υδάτων καλλιέργειας).
Παρόλα αυτά, ο Πόρος τις τελευταίες δύο δεκαετίες στερείται το μεγαλύτερο μέρος των ακτών του, το οποίο χωρίς νόμιμη χωροθέτηση (σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΣτΕ) καταλαμβάνουν ιχθυοτροφεία, τα οποία λειτουργούν ανεξέλεγκτα επιβαρύνοντας (επισήμως) το περιβάλλον. Ορισμένες μονάδες δεν διαθέτουν καν Εγκρίσεις Περιβαλλοντικών Όρων, ενώ όσες διαθέτουν τις υπερβαίνουν (καθ ΄ομολογίαν τους) σε έκταση και παραγωγή έως και κατά 500% (η Εισαγγελία Πειραιά έχει ασκήσει ποινική δίωξη κατά όλων των υπευθύνων όλων των μονάδων για το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα της υποβάθμισης του περιβάλλοντος του νησιού). Στις περιοχές λειτουργίας των μονάδων, αντί για κότερα βρίσκονται αγκυροβολημένοι κλωβοί, αντί για τουρίστες και κατοίκους, κολυμπούν τσιπούρες και λαβράκια και αντί τα νερά να έχουν γαλανό χρώμα, ο βυθός δεν είναι καν ορατός. Την ίδια στιγμή τα εκατοντάδες κότερα, που καθημερινά βρίσκουν προστασία στο φυσικό λιμάνι του Πόρου, μόλις το επιτρέπει ο καιρός σαλπάρουν για να απολαύσουν τη θάλασσα σε άλλους προορισμούς του Αργοσαρωνικού ή στις Κυκλάδες, οι κάτοικοι και τουρίστες του συνωστίζονται σε ολιγάριθμες και στενές παραλίες και ο Πόρος έχει καταγραφεί στους τουριστικούς οδηγούς και στη συνείδηση των Αθηναίων ως «το νησί χωρίς παραλίες». Αντίβαρο σε όλα αυτά; Η Ελλάδα είναι πρώτη στη Μεσόγειο στον τομέα των ιχθυοκαλλιεργειών! (και βεβαίως οι διαχρονικές δωρεές της εταιρίας ιχθυοκαλλιέργειας στον τοπικό Δήμο και την τοπική ποδοσφαιρική ομάδα…)
Σε ό,τι αφορά στα επόμενα χρόνια, ο σχεδιασμός της Πολιτείας για τον κλάδο της ιχθυοκαλλιέργειας συνοψίζεται στα εξής σημεία. Πρώτον, σε επίπεδο στρατηγικού στόχου η Πολιτεία έχει αποφασίσει να ενθαρρύνει στο διηνεκές την ανάπτυξη του ιχθυοκαλλιεργητικού κλάδου με κάθε κόστος. Δεύτερον, σε επίπεδο υλοποίησης, η ειλημμένη απόφασή της είναι η εφαρμογή του μοντέλου της συγκέντρωσης. Λίγες περιοχές θα θυσιαστούν μη-αναστρέψιμα για χάρη της καθαρότητας και της αποδέσμευσης των υπολοίπων (κατ’ αντιστοιχία της χωροθέτησης ναυπηγείων ή διυλιστηρίων που έλαβε χώρα πριν δεκαετίες στις νοτιοδυτικές ακτές της Αττικής με τα γνωστά αποτελέσματα για αυτές). Τρίτον, ο Πόρος, μαζί με τα Μέθανα και την Τροιζήνα, θα αποτελέσουν το μεγαλύτερο από τα τρία ιχθυο–βιομηχανικά πάρκα συγκεντρωμένης και αποκλειστικής ανάπτυξης υδατοκαλλιεργειών (το δεύτερο θα είναι στα Μέγαρα και την Σαλαμίνα και το τρίτο στη βραχονησίδα Πάτροκλο), στο οποία θα συγκεντρωθούν όλες οι μονάδες της Περιφέρειας Αττικής.
Οι επιλογές αυτές δεν πρέπει να γίνουν δεκτές ως αναπόφευκτες. Είναι μπροστά μας η μεγαλύτερη -και τελευταία- ευκαιρία για τη δυναμική ανατροπή τους: Η επικειμένη διαβούλευση του χωροταξικού σχεδίου για τις ιχθυοκαλλιέργειες, η οποία αποτελεί το καθοριστικό σημείο καμπής που θα καθορίσει αμετάκλητα το μέλλον ορισμένων περιοχών σαν τον Πόρο. Οι κάτοικοί του Πόρου και οι θεσμικοί εκπρόσωποί τους, χωρίς να διεκδικούν λόγο στην χάραξη της αναπτυξιακής στρατηγικής της χώρας, έχουν προ πολλού διακηρύξει στην Πολιτεία ότι πρέπει να βρει άλλη περιοχή για να χωροθετήσει τον παραλογισμό της. Σε κεντρικό επίπεδο οι πανελλαδικές οργανώσεις των επαγγελματιών του τουρισμού (πρωτίστως) και οι περιβαλλοντικές οργανώσεις οφείλουν να διεκδικήσουν την άμεση αναθεώρηση της συγκεκριμένης αναπτυξιακής επιλογής.
ο κ. Ιωάννης Δημητριάδης είναι διεθνολόγος και
Πρόεδρος του Συλλόγου «Πρωτοβουλία-Πόρος
Ένα άκρως απόλυτο και μονοδιάστατο άρθρο για τις ιχθυοκαλλιέργειες... Τα προσωπικά οφέλη του καθενός κατευθύνουν σαφέστατα και τις απόψεις του...
ΑπάντησηΔιαγραφήΔηλαδή τα κότερα είναι πιο καθαρά και αποτελούν συνέχεια του φυσικού περιβάλλοντος (αφού με αυτά διατηρούνται καταγάλανα τα νερά...). Μάλλον, έχουμε σύγκρουση συμφερόντων και ο καθένας παρουσιάζει τα πράγματα όπως βολεύεται!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓΙΑΤΙ ΝΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟ;ΤΑ ΙΧΘΥΟΤΡΟΦΕΙΑ ΔΕΝ ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΝ ΤΙΠΟΤΑ;ΔΕΝ ΔΙΝΟΥΝ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ;ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ ΜΙΣΘΩΜΑΤΑ;ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ ΦΟΡΟΥΣ;ΚΑΛΑ ΕΙΝΑΙ ΟΤΑΝ ΓΡΑΦΟΥΜΕ ΚΑΤΙ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΙΟ ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΤΑ ΙΣΟΠΕΔΩΝΟΥΜΕ ΟΛΑ ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
ΑπάντησηΔιαγραφήMπράβο. Επιτέλους. Μερικοί παίζουν με τον Τουρισμό αντίς να κάνουν το σταυρό τους που υπάρχει κι αυτός. Να είναι καλά οι απόδημοι μας που επιστρέφουν κάθε χρόνο και αφήνουν χρήμα στο νησί και φτιάχνουν και κανένα σπίτι. Εαν νομίζουν οτι τα Ιχθυοτροφεία ταίζουν όλο το νησί ονειρευονταί. Έλεος.
ΑπάντησηΔιαγραφή